φθορος

φθορος
    φθόρος
    ὅ
    1) разрушение, гибель
    

(φ. καὴ ὄλεθρος Plat.)

    ἴτ΄ ἐς φθόρον! Aesch. — пропади!, сгинь!

    2) мор, поветрие
    

φ. ἐγίγνετο οὐδενὴ κόσμῳ Thuc. — эпидемия поражала всех без разбора (досл. гибель происходила без всякого порядка)

    3) поражение, разгром
    

(φ. τῶν Καρχηδονίων Polyb.)

    ἅμα φθόρῳ πολλῷ Plut. — с большими потерями (в войске)

    4) (тж. ἥ) бран. чума, язва Arph.
    

φθόροι ἄνθρωποι Dem. — изверги рода человеческого

    5) досл. порча, перен. расточитель
    

(φ. ἀργυρίω Theocr.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "φθορος" в других словарях:

  • φθόρος — pestilent fellow masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόρος — ὁ, ΜΑ, και φθορός Α σταδιακή καταστροφή ή απώλεια, φθορά αρχ. 1. (για πρόσ.) (κυρίως στον τ. φθορός) αυτός που προκαλεί φθορά 2. φρ. α) «ἵτ ἐς φθόρον» (ως κατάρα) πηγαίνετε να χαθείτε (Αισχύλ.) β) «φθόρος ἀργυρίου» άσωτος άνθρωπος (Θεόκρ.).… …   Dictionary of Greek

  • φθόρε — φθόρος pestilent fellow masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόροι — φθόρος pestilent fellow masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόροις — φθόρος pestilent fellow masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόρον — φθόρος pestilent fellow masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόρου — φθόρος pestilent fellow masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόρους — φθόρος pestilent fellow masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόρων — φθόρος pestilent fellow masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόρῳ — φθόρος pestilent fellow masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμολεοντοφθόρος — θυμολεοντοφθόρος, ο (Α) πάπ. αυτός που έχει τόση τόλμη ώστε να σκοτώσει λιοντάρι ή που είναι τόσο φθοροποιός ώστε να συντρίψει και την άγρια διάθεση ενός λιονταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + λεοντο φθόρος (< λεων τος + φθορος < φθείρω), πρβλ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»